- αιθερομανής
- -έςαυτός που έχει το πάθος τής αιθερομανίας.[ΕΤΥΜΟΛ. < αἰθήρ, -έρος + -μανής < μαίνομαι].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αιθερομανής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, και αιθερομανιακός, ή, ό αυτός που έχει το πάθος να εισπνέει αιθέρα: Τον πήγαν στο νοσοκομείο, γιατί είναι αιθερομανής … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-μανής — (Α μανής) β συνθετικό επιθέτων και ουσιαστικών που ανάγεται σε θ. μαν τού μαίνομαι* (πρβλ. μανία) και χαρακτηρίζει άτομα που κατέχονται από μεγάλη επιθυμία, που επιδιώκουν μανιωδώς ή που τούς αρέσει υπερβολικά κάτι.Σύνθετα σε μανής: ανδρομανής,… … Dictionary of Greek
αιθέρας — Οργανική χημική ένωση του τύπου C2Η5 Ο C2Η5. Λέγεται και διαιθυλαιθέρας ή θειικός α. Είναι σώμα υγρό, άχρωμο, ελαφρύτερο από το νερό και πολύ πτητικό. Παρασκευάζεται βιομηχανικά με συνθέρμανση αιθυλικής αλκοόλης και πυκνού θειικού οξέος (γι’ αυτό … Dictionary of Greek
αιθερομανία — Είδος τοξικομανίας. Σύμφωνα με αυτήν το άτομο οδηγείται από ακατάσχετη παρόρμηση στη συνεχή και αυξανόμενη χρήση αιθέρα. Ο αιθερομανής καταναλώνει τον αιθέρα με οσμές, ανακατεμένο σε οινόπνευμα ή και άκρατο. Τα συμπτώματα της δηλητηρίασης που… … Dictionary of Greek
αιθεροπότης — ο ο αιθερομανής*. [ΕΤΥΜΟΛ. < αιθέρας + πότης < πίνω. ΠΑΡ. αιθεροποσία] … Dictionary of Greek